…Ρέει η καρδιά μου. Δε ζητώ την αρχή και το τέλος του κόσμου. Ακολουθω το φοβερο ρυθμό του και πάω.
Αποχαιρέτα τα πάντα κάθε στιγμή. Στήλωνε τη ματια σου αργά, παθητικά στο κάθε τι και λέγε: Ποτέ πια!
Αγνάντευε γυρω σου: Όλα τουτα τα κορμια που κοιτάς θα σαπίσουν. Σωτηρία δεν υπάρχει.
Κόιταξε: Ζούνε, δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν. Κοίταξε πάλι: Τίποτα δεν υπάρχει!
Ανεβαίνουν από τα χώματα οι γενεές των ανθρώπων και ξαναπέφτουν πάλι στα χώματα.
Σωριάζεται, πληθαίνει, ανεβαίνει ως τον ουρανό η αρετή κι η προσπάθεια του ανθρώπου.
Πού πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα και τη χαίρομαι όλη.
Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος, η Γης στρογγυλή και στέρεη, σα στήθος γυναικός στις πολυκάτεχες παλάμες μου.
Δίνουμαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ, αγωνίζουμαι. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο.
Αν μπορείς, Ψυχή, ανασηκώσου απάνω απ’ τα πολύβουα κύματα και πιάσε μ΄ ένα κλωθογύρισμα του ματιού σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου να μη σαλέψουν. Κι ολομεμιάς βυθίσου πάλι στο πέλαγο και ξακλούθα τον αγώνα.
Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος ειναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!
Γιατί ο Ατλαντικός είναι καταρράχτης, Νέα Γης υπάρχει μονάχα στην καρδιά του ανθρώπου και ξαφνικά, σε στρόβιλο βουβό, θα βουλιάξεις στον καταρράχτη του θανάτου και συ κι όλη η γαλέρα του κόσμου.
Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπιδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!
Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σαν δυο ανυπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμιγουν, να γεννουν και ν’ αφανιζουνται και λεω:”Αυτό θέλω!”
Ξέρω τώρα. δεν ελπιζω τιποτα, δε φοβούμαι τποτα, λυτρώθηκα από το νου κι α΄π’ την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θελω τιποτα αλλο. Ζητουσα ελευθερία”