Τα μάτια μου αδύνατο
κάπου μονίμως να προσηλωθούν
τα χέρια μου αδύνατο
να μην αγγίξουν κι άλλα σώματα
το στόμα μου αδύνατο
να μείνει κλειστό σε λόγια και φιλιά
εγώ ολόκληρος αδύνατο να ταθώ
ακίνητος μπροστά στο ίδιο τοπίο.
Λένε πως με τη σιωπή και την ακινησία
βαθαίνει η σκέψη, υπερβαίνει τα ευτελή
φτάνει κάποτε να συλλάβει
ως και το απόλυτο. Μπορεί.
Όμως με τις ρηχές και τετριμμένες
κουβέντες, κινήσεις, ηδονές
προσπαθώ να παρατείνω τα εφήμερα
κυρίως να καθυτερήσω όσο παίρνει
τον ερχομό της ώρας που ακόμη αγνοώ.
Τίτος Πατρίκιος
από τη συλλογή ‘ η νέα χάραξη’