Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;

Η πρώτη μου επαφή με τα γραπτά του Χρόνη Μίσσιου είχε γίνει ‘τυχαία’ πριν κάποια χρόνια, όταν βοηθώντας μια φίλη -τότε, τώρα δε λέμε ούτε ‘γεια’- να πακετάρει τα πράγματά της καθώς θα έφευγε από την πόλη, μού χάρισε ένα ποδήλατο. Ήμουν ήδη στην εξώπορτα όταν είδα σ’ ένα κομοδίνο το ‘καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς’, -πάρ’το κι αυτό, καλό είναι, μου είπε, κι εγώ παρακινημένος απ΄ τον πρωτότυπο τίτλο του, το τσίμπησα.

Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε για μένα πολύ ζεστή συντροφιά και παρηγοριά κατά τη διάρκεια του δύσκολου χειμώνα που ακολούθησε, με πολλούς φίλους και συντρόφους να διαβαίνουν το κατώφλι της φυλακής. Το έστειλα μάλιστα αφιερωμένο σε έναν από αυτούς.

Παραδόξως, άργησα να διαβάσω το ‘δεύτερο’, το ‘Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;’, το οποίο κατά κάποιο τρόπο αποτελεί μια ιδιόμορφη συνέχεια του ‘καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς’, ή τουλάχιστον έτσι το αντιλήφθηκα εγώ. Παρότι οι ρυθμοί μου στην ανάγνωση είναι συνήθως αργοί, το ρούφηξα πολύ γρήγορα και αμέσως μετά, μια άλλη φίλη, ελαφροχέρα, μου χάρισε το ‘τα κεραμίδια στάζουν’, το οποίο κινείται σε διαφορετικό μοτίβο απ’ τα δυο πρώτα. Βρίσκομαι στα μισά του περίπου και μου αρέσει πολύ.

Από την πρώτη στιγμή είχα συγκινηθεί πάρα πολύ με την αμεσότητα, το συναίσθημα και περισσότερο απ’ όλα τη συγκλονιστική αυτοκριτική -ατομική και συλλογική- στην οποία προβαίνει ο Μίσσιος, κάποιες φορές τόσο σκληρή, που σκεφτόμουν ότι μοιάζει με έναν άνθρωπο που κόβει κομμάτια από το σώμα του. Αργότερα έμαθα ότι για το πρώτο σίγουρα, ίσως και για το δεύτερο βιβλίο, αφότου τα έγραψε δεν τόλμησε να τα ξαναδιαβάσει για πάρα πάρα πολλά χρόνια. Η ικανότητά του να περιγράφει τόσα βάσανα και να εξωτερικεύει τόση πίκρα για το παρελθόν, μέσα όμως από ένα τρόπο καθόλου μίζερο, ίσα-ίσα σχεδόν παιχνιδιάρικο ενίοτε, μου προκάλεσε φοβερή εντύπωση και πολύ γρήγορα ένοιωσα φοβερή οικειότητα μαζί του. Έγινε απ’ τους αγαπημένους μου.
[Την επομένη μέρα αυτού του σχολίου, έτυχε να πέσω πάνω σε μια φράση του Μπωντλαίρ που λέει χοντρικά οτι ‘τέχνη είναι η ικανότητα να εκφράζεις την απόλυτη φρίκη και τον αβάσταχτο πόνο με έναν τρόπο όμως που πλημμυρίζει τον άλλο με μια ήρεμη χαρά].
Και μάλλον δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Μίσσιος στην ηλικία των 16-17 βρέθηκε φυλακισμένος να περιμένει καθημερινά επί 9 μήνες, τον φύλακά του να τον πάρει για εκτέλεση, βρισκόμενος στο θάλαμο των θανατοποινιτών. Έπρεπε να φτάσει κοντά 50 χρονών για να μπορέσει ουσιαστικά να δοκιμάσει να ζήσει ‘σ’ αυτήν την έξω κοινωνία, που όλο γι’ αυτή μιλούσαμε και όλο την υπερασπιζόμασταν’ όπως λέει.
Πράγμα που δύσκολα θα φανταζόταν, ίσως, κάποιος που διαβάζει ‘τα κεραμίδια’ που ‘στάζουν’, ένα υπέροχο …πορνογράφημα με πανέμορφα λαογραφικά, ιστορικά και άλλα στοιχεία…

Έχω υιοθετήσει μια καλή συνήθεια εδώ και κάποιο καιρό, να κρατώ σημειώσεις και να αντιγράφω αποσπάσματα και σημεία αναγνωσμάτων που βρίσκω ενδιαφέροντα.
Βρίσκω τον μπαρμπα-Χρόνη εξαιρετικά επίκαιρο. Σε αυτό το μεγάλο post θα παραθέτω σταδιακά μερικά αποσπάσματα από τα βιβλία του που θίγουν, συνοπτικά αλλά με μεγάλο βάθος, ορισμένα από τα πιο σημαντικά σημεία που απασχολούν την ύπαρξή μας.
Τις ανθρώπινες σχέσεις, τη μοναξιά των ανθρώπων που θέλησαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, την ‘επανάσταση’ και το πώς έφτασε να απονοηματοδοτηθεί και να καταντήσει νεκρό, κενό τσιτάτο, τη χαμένη επαφή με την αληθινή ανθρώπινη υπόστασή μας, την ουσία της ζωής της ίδιας, εν τέλει.

Πριν λίγους μήνες είχα ποστάρει ολόκληρη τη 1.5ωρη συνέντευξη που είχε δώσει σε μια δημοσιογράφο. Τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Εσείς που μάθατε το μυστικό
της ήσυχης συνείδησης,
όπου με λεπτεπίλεπτες αποχρώσεις
οικοδομείτε την αξιοδάκρυτη ευδαιμονία σας,
θαμμένοι κάτω από πράγματα, συμβατισμούς
και κρατικές ιδέες,
επιτελείτε την ύψιστη λειτουργία
της χώνεψης,
μη μας λυπάστε: η απόδραση από την
αναγκαία οδύνη οδηγεί στο θάνατο…
Η ευδαιμονία σας δεν είναι παρά ένα νεκροταφείο
όπου ακούγονται ρεψίματα πτωμάτων…

ποίημα του ‘Μανώλη’
απ’ το ‘χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;’

Και ‘μεις τι την κάνουμε τη ζωή, ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τη σέρνουμε από ‘δω κι από ‘κει δολοφονώντας την…Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα;..

[…] Άκου στρατόπεδο…Όχι ρε, το φαντάζεσαι; Είναι δυνατόν να φανταστείς μια κοινωνία επαναστατική ή ένα σύνολο κοινωνιών με λαούς επαναστατημένους, να προσδιορίζονται με τη φασιστική λέξη στρατόπεδο; Τι να πεις…
Ξέρουν τι κάνουν οι κουφάλες. Μας περνάγανε λέξεις που σιγά-σιγά προσδιόριζαν και την αντίληψή μας για τα πράγματα -π.χ. πώς να φανταστείς τον ελεύθερο διάλογο των ιδεών μέσα σε μια ‘μονολιθική’ ενότητα του κόμματος, όταν έχουμε ‘σιδερένια’ πειθαρχία στις γραμμές μας, όταν ‘τσιμεντάρουμε ιδεολογικά’ τις γραμμές του κόμματος, όταν ‘χτίζουμε’ τις οργανώσεις βάσεις, όταν οι σκέψεις της καθοδήγησης είναι ‘αγκωνάρια’ του μαρξισμού-λενινισμού και λοιπά και λοιπά. Όχι, θα είχε ενδιαφέρον και από την άποψη της σημειολογίας[…]θα είχε λοιπόν ενδιαφέρον να ψάξουμε μία μία τις λέξεις που μας περάσανε και τότε θα βλέπαμε αν έχουν καμία σχέση μ’ αυτήν την αέναη κίνηση, τη γεμάτη τόλμη, φαντασία, συναίσθημα και λειτουργική γνώση, που λέγεται επανάσταση και που εμείς τη βαφτίσαμε ζωή…Τέλος, χέσ’τα, θέλω να πω ότι μ’ αυτήν την ‘οικοδομική’ γλώσσα, ήταν φυσικό να ‘χτίζεται’ και η σκέψη μας και βέβαια κάθε διαφορετική άποψη να είναι εκτός των τειχών και κάθε αμφισβήτηση να αφαιρεί ‘αγκωνάρια’ από την οικοδομή μας, και άρα να υπερασπίσουμε το σπίτι μας πριν πέσει νας μας πλακώσει. Τι να πεις…

This entry was posted in κείμενα και τέτχια, ποίματα. Bookmark the permalink.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *